εκπαιδευτήριο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]εκπαιδευτήριο, ekpedevtírio \εk.pε.ðε.ˈfti.ɾi.ɔ\ neutre
- (Éducation) Établissement scolaire.
- Aνέγερση νέων σύγχρονων εκπαιδευτηρίων.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εκπαιδευτήριο)