εικονοκλάστης
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec byzantin εἰκονοκλάστης, composé de εἰκών, eikṓn (« image ») et de κλάω, kláō (« briser »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | εικονοκλάστης | οι | εικονοκλάστες |
Génitif | του | εικονοκλάστη | των | εικονοκλαστών |
Accusatif | τον | εικονοκλάστη | τους | εικονοκλάστες |
Vocatif | εικονοκλάστη | εικονοκλάστες |
εικονοκλάστης, ikonoklástis \i.ko.noˈkla.stis\ masculin
- (Religion) Iconoclaste.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Antonymes
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εικονοκλάστης)