διάβασμα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | διάβασμα | τα | διαβάσματα |
Génitif | του | διαβάσματος | των | διαβασμάτων |
Accusatif | το | διάβασμα | τα | διαβάσματα |
Vocatif | διάβασμα | διαβάσματα |
διάβασμα, diávasma \Prononciation ?\ neutre
- Lecture.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Synonymes
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διάβασμα)