Aller au contenu

δεκτικότητα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de δεκτικός, avec le suffixe -ότητα.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δεκτικότητα οι  δεκτικότητες
Génitif της  δεκτικότητας των  δεκτικοτήτων
Accusatif τη(ν)  δεκτικότητα τις  δεκτικότητες
Vocatif δεκτικότητα δεκτικότητες

δεκτικότητα, dhektikótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Réceptivité, caractère de ce qui est réceptif.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δεκτικότητα)