γυμνάσιο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien γυμνάσιον, gumnásion.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | γυμνάσιο | τα | γυμνάσια |
Génitif | του | γυμνασίου | των | γυμνασίων |
Accusatif | το | γυμνάσιο | τα | γυμνάσια |
Vocatif | γυμνάσιο | γυμνάσια |
γυμνάσιο, gimnásio \ʝim.ˈna.siɔ\ neutre
- (Éducation) Collège, établissement d’enseignement secondaire du premier cycle.
- Οι μαθητές του γυμνασίου διοργανώνουν χορό για τις Απόκριες.
- Les élèves du collège organisent un bal pour le carnaval.
- Οι μαθητές του γυμνασίου διοργανώνουν χορό για τις Απόκριες.