Aller au contenu

γερουσία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  γερουσία οι  γερουσίες
Génitif της  γερουσίας των  γερουσιών
Accusatif τη(ν)  γερουσία τις  γερουσίες
Vocatif γερουσία γερουσίες

γερουσία (yerusía) \ʝɛ.ɾu.ˈsi.a\ féminin

  1. Sénat.
De γέρων, gérôn (« vieillard »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif γερουσία αἱ γερουσιαι τὼ γερουσία
Vocatif γερουσία γερουσιαι γερουσία
Accusatif τὴν γερουσίαν τὰς γερουσίας τὼ γερουσία
Génitif τῆς γερουσίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν γερουσίαιν
Datif τῇ γερουσί ταῖς γερουσίαις τοῖν γερουσίαιν

γερουσία, gerousía *\ɡe.roː.ˈsi.aː\ féminin

  1. Sénat.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]