Aller au contenu

γερουσιάρχης

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de γερουσία, gerousía (« sénat ») et de ἄρχω, árkhô (« commander »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif γερουσιάρχης οἱ γερουσιάρχαι τὼ γερουσιάρχα
Vocatif γερουσιάρχα γερουσιάρχαι γερουσιάρχα
Accusatif τὸν γερουσιάρχην τοὺς γερουσιάρχας τὼ γερουσιάρχα
Génitif τοῦ γερουσιάρχου τῶν γερουσιαρχῶν τοῖν γερουσιάρχαιν
Datif τῷ γερουσιάρχ τοῖς γερουσιάρχαις τοῖν γερουσιάρχαιν

γερουσιάρχης, gerousiárkhês *\ɡe.roː.si.ˈar.kʰɛːs\ masculin

  1. Président du sénat.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]