Modèle:Entrée étrangère du jour/2021/10/11
Apparence
χρόνος — Nom commun masculin \kʰró.nos\
- Temps, durée.
- πρῶτον μὲν τὸν Πειραιᾶ ἐτειχίσαμεν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, εἶτα τὸ μακρὸν τεῖχος τὸ βόρειον — (Démosthène, Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης)
- Ὅσον ζῇς φαίνου
μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ·
πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν.
τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. — (Επιτάφιος του Σείκιλου)- Tant que tu vis, brille !
Ne t’afflige absolument de rien !
La vie ne dure guère.
Le temps exige son tribut.
- Tant que tu vis, brille !
- πρῶτον μὲν τὸν Πειραιᾶ ἐτειχίσαμεν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, εἶτα τὸ μακρὸν τεῖχος τὸ βόρειον — (Démosthène, Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης)
- Année, âge.
- ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος — (S.Ph. 306)
- Délai, retard.
- (Grammaire) Temps d’un verbe.
- Mesure de temps.
- Temps, quantité (d’une voyelle, d’une syllabe, etc.)