ωρολόγιο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ὡρολόγιον, hōrológion.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ωρολόγιο | τα | ωρολόγια |
Génitif | του | ωρολογίου | των | ωρολογίων |
Accusatif | το | ωρολόγιο | τα | ωρολόγια |
Vocatif | ωρολόγιο | ωρολόγια |
ωρολόγιο (orolóyio) \o.ɾoˈlo.ʝi.o\ neutre
Synonymes
[modifier le wikicode]- ρολόι (« montre, horloge »)
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ωρολόγιο)