Aller au contenu

ωριμότητα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De commun ὡριμότης issu du grec ancien ὥριμος de ὡραῖος.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ωριμότητα οι  ωριμότητες
Génitif της  ωριμότητας των  ωριμοτήτων
Accusatif τη(ν)  ωριμότητα τις  ωριμότητες
Vocatif ωριμότητα ωριμότητες

ωριμότητα (orimótita) \ɔ.ɾi.ˈmɔ.ti.ta\ féminin

  1. Maturité.