φονταμενταλισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De l’anglais fundamentalism.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | φονταμενταλισμός | οι | φονταμενταλισμοί |
Génitif | του | φονταμενταλισμού | των | φονταμενταλισμών |
Accusatif | τον | φονταμενταλισμό | τους | φονταμενταλισμούς |
Vocatif | φονταμενταλισμέ | φονταμενταλισμοί |
φονταμενταλισμός, fondamendalismós \Prononciation ?\ masculin
- Fondamentalisme.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (φονταμενταλισμός)