φεουδαλισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du français féodalisme.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | φεουδαλισμός | οι | φεουδαλισμοί |
Génitif | του | φεουδαλισμού | των | φεουδαλισμών |
Accusatif | τον | φεουδαλισμό | τους | φεουδαλισμούς |
Vocatif | φεουδαλισμέ | φεουδαλισμοί |
φεουδαλισμός, feudalismós \fɛ.u.ða.li.ˈzmɔs\ masculin