φαινόμενο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien φαινόμενον, phainómenon.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | φαινόμενο | τα | φαινόμενα |
Génitif | του | φαινομένου | των | φαινομένων |
Accusatif | το | φαινόμενο | τα | φαινόμενα |
Vocatif | φαινόμενο | φαινόμενα |
φαινόμενο (fenómeno) \fɛ.ˈnɔ.mɛ.nɔ\ neutre
- Phénomène.
Έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
Η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
Σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.