Aller au contenu

υποκείμενο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ὑπόκειμαι, hupokeimai (« être sous »), voir κείμενο.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  υποκείμενο τα  υποκείμενα
Génitif του  υποκειμένου των  υποκειμένων
Accusatif το  υποκείμενο τα  υποκείμενα
Vocatif υποκείμενο υποκείμενα

υποκείμενο (ipokímeno) \Prononciation ?\ neutre

  1. (Grammaire) Sujet.
  2. Sujet d’une expérience.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (υποκείμενο)