τριαντάχρονος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]τριαντάχρονος, triantákhronos \Prononciation ?\
- Âgé de trente ans.
- Trentenaire.
- Qui dure trente ans.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Vocabulaire apparenté par le sens
[modifier le wikicode]- δίχρονος
- τρίχρονος
- τετράχρονος
- πεντάχρονος
- εξάχρονος
- δεκάχρονος
- δωδεκάχρονος
- δεκαοχτάχρονος
- εικοσάχρονος
- πενηντάχρονος
- εξηντάχρονος
- εβδομηντάχρονος
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (τριαντάχρονος)