ταχύτητα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ταχυτής, takhutḗs.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ταχύτητα | οι | ταχύτητες |
Génitif | της | ταχύτητας | των | ταχυτήτων |
Accusatif | τη(ν) | ταχύτητα | τις | ταχύτητες |
Vocatif | ταχύτητα | ταχύτητες |
ταχύτητα (tachítita) \taˈçi.ti.ta\ féminin
- Allure (vitesse de déplacement), vélocité, vitesse.
- Μεγάλη ταχύτητα : Grande vitesse.
- Υψηλή ταχύτητα : Haute vitesse.
- Άλλαξε ταχύτητα : Change de vitesse.