ταχυδρομείο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De ταχυδρόμος.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ταχυδρομείο | τα | ταχυδρομεία |
Génitif | του | ταχυδρομείου | των | ταχυδρομείων |
Accusatif | το | ταχυδρομείο | τα | ταχυδρομεία |
Vocatif | ταχυδρομείο | ταχυδρομεία |
ταχυδρομείο, tachydromío \ta.çi.ðɾo.ˈmi.o\ neutre
- Poste (institution assurant le transport du courrier).
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
[modifier le wikicode]- ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (« courriel »)