σύντηξη
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | σύντηξη | οι | συντήξεις |
Génitif | της | σύντηξης συντήξεως |
των | συντήξεων |
Accusatif | τη(ν) | σύντηξη | τις | συντήξεις |
Vocatif | σύντηξη | συντήξεις |
σύντηξη (síndiksi) \Prononciation ?\ féminin
- Fusion, action de fusionner.
- Η πυρηνική σύντηξη είναι το αντίθετο της πυρηνικής σχάσης.
- La fusion nucléaire est le contraire de la fission nucléaire.
- Η πυρηνική σύντηξη είναι το αντίθετο της πυρηνικής σχάσης.