Aller au contenu

σωματικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien σωματικός, sômatikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σωματικός σωματική σωματικό
génitif σωματικού σωματικής σωματικού
accusatif σωματικό σωματική σωματικό
vocatif σωματικέ σωματική σωματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σωματικοί σωματικές σωματικά
génitif σωματικών σωματικών σωματικών
accusatif σωματικούς σωματικές σωματικά
vocatif σωματικοί σωματικές σωματικά

σωματικός (somatikós) \sɔ.ma.ti.ˈkɔs\

  1. Corporel, somatique.
De σῶμα, radical *σωματ-, et suffixe -ικός.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σωματικός σωματική σωματικόν
vocatif σωματικέ σωματική σωματικόν
accusatif σωματικόν σωματικήν σωματικόν
génitif σωματικοῦ σωματικῆς σωματικοῦ
datif σωματικ σωματικ σωματικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif σωματικώ σωματικά σωματικώ
vocatif σωματικώ σωματικά σωματικώ
accusatif σωματικώ σωματικά σωματικώ
génitif σωματικοῖν σωματικαῖν σωματικοῖν
datif σωματικοῖν σωματικαῖν σωματικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σωματικοί σωματικαί σωματικά
vocatif σωματικοί σωματικαί σωματικά
accusatif σωματικούς σωματικάς σωματικά
génitif σωματικῶν σωματικῶν σωματικῶν
datif σωματικοῖς σωματικαῖς σωματικοῖς

σωματικός, ή, όν [ᾰ] (sômatikós) *\sɔː.ma.ti.ˈkos\

  1. Du corps, corporel.
  2. Corporel, matériel.

Références

[modifier le wikicode]