σχέση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien σχέσις, skhésis (« état, condition »), de σχεῖν, skheîn, infinitif aoriste de ἔχω, ékhô (« tenir »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | σχέση | οι | σχέσεις |
Génitif | της | σχέσης σχέσεως |
των | σχέσεων |
Accusatif | τη(ν) | σχέση | τις | σχέσεις |
Vocatif | σχέση | σχέσεις |
σχέση, skhési \ˈsçɛ.si\ féminin
- Relation, rapport.
- Οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις, les deux pays ont cessé leurs relations diplomatiques.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σχέση)