συντηρητισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De συντηρητικός (« conservateur ») et -ισμός, par substitution de suffixe.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | συντηρητισμός | οι | συντηρητισμοί |
Génitif | του | συντηρητισμού | των | συντηρητισμών |
Accusatif | τον | συντηρητισμό | τους | συντηρητισμούς |
Vocatif | συντηρητισμέ | συντηρητισμοί |
συντηρητισμός, sindiritismós \Prononciation ?\ masculin
- (Politique) Conservatisme.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)