συνοριοφύλακας
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | συνοριοφύλακας | οι | συνοριοφύλακες |
Génitif | του | συνοριοφύλακα | των | συνοριοφυλάκων |
Accusatif | τον | συνοριοφύλακα | τους | συνοριοφύλακες |
Vocatif | συνοριοφύλακα | συνοριοφύλακες |
συνοριοφύλακας, sinoriofílakas \Prononciation ?\ masculin
- Garde-frontière.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)