Aller au contenu

συναγωγή

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien συναγωγή, synagōgḗ.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συναγωγή οι  συναγωγές
Génitif της  συναγωγής των  συναγωγών
Accusatif τη(ν)  συναγωγή τις  συναγωγές
Vocatif συναγωγή συναγωγές

συναγωγή (sinagoyí) \si.na.ɣoˈʝi\ féminin

  1. Assemblée.
  2. (Architecture, Religion) Synagogue.
Déverbal de συνάγω, synágō (« rassembler »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif συναγωγή αἱ συναγωγαί τὼ συναγωγά
Vocatif συναγωγή συναγωγαί συναγωγά
Accusatif τὴν συναγωγήν τὰς συναγωγάς τὼ συναγωγά
Génitif τῆς συναγωγῆς τῶν συναγωγῶν τοῖν συναγωγαῖν
Datif τῇ συναγωγ ταῖς συναγωγαῖς τοῖν συναγωγαῖν

συναγωγή, synagōgḗ féminin

  1. Rassemblement, assemblée de gens.
    1. Synagogue, assemblée des juifs.
      • συναγωγή τῶν συνέδρων
    • du sanhédrin
  2. Rassemblement, regroupement, mis en tas, etc., de choses.
    • συναγωγή τοῦ σίτου
      de la récolte

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]