Aller au contenu

συμπάθεια

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien συμπάθεια, sumpatheia.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συμπάθεια οι  συμπάθειες
Génitif της  συμπάθειας των  συμπαθειών
Accusatif τη(ν)  συμπάθεια τις  συμπάθειες
Vocatif συμπάθεια συμπάθειες

συμπάθεια (simbáthia) \sim.ˈba.θi.a\ féminin

  1. Sympathie.
Mot dérivé de συμπαθής, sympathês, avec le suffixe -ία, -ía ; voir πάθος.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif συμπάθεια αἱ συμπαθειαι τὼ συμπαθεία
Vocatif συμπάθεια συμπαθειαι συμπαθεία
Accusatif τὴν συμπάθειαν τὰς συμπαθείας τὼ συμπαθεία
Génitif τῆς συμπαθείας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν συμπαθείαιν
Datif τῇ συμπαθεί ταῖς συμπαθείαις τοῖν συμπαθείαιν

συμπάθεια, sumpátheia *\sym.ˈpa.tʰeː.a\ féminin

  1. Communauté de sentiments ou d’impressions, sympathie.
  2. (Philosophie) Rapport de certaines choses entre elles.

Références

[modifier le wikicode]