Aller au contenu

συμμετοχή

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Déverbal de συμμετέχω (« participer »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συμμετοχή οι  συμμετοχές
Génitif της  συμμετοχής των  συμμετοχών
Accusatif τη(ν)  συμμετοχή τις  συμμετοχές
Vocatif συμμετοχή συμμετοχές

συμμετοχή, simmetochí \si.me.toˈçi\ féminin

  1. Participation.