συμμετοχή
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | συμμετοχή | οι | συμμετοχές |
Génitif | της | συμμετοχής | των | συμμετοχών |
Accusatif | τη(ν) | συμμετοχή | τις | συμμετοχές |
Vocatif | συμμετοχή | συμμετοχές |
συμμετοχή, simmetochí \si.me.toˈçi\ féminin
- Participation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)