στηθοσκόπιο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du français stéthoscope.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | στηθοσκόπιο | τα | στηθοσκόπια |
Génitif | του | στηθοσκοπίου | των | στηθοσκοπίων |
Accusatif | το | στηθοσκόπιο | τα | στηθοσκόπια |
Vocatif | στηθοσκόπιο | στηθοσκόπια |
στηθοσκόπιο (stithoskópio) \Prononciation ?\ neutre
- (Médecine) Stéthoscope.