Aller au contenu

σταύρωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien σταύρωσις, staurôsis ; voir σταυρός (« croix »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σταύρωση οι  σταυρώσεις
Génitif της  σταύρωσης
σταυρώσεως
των  σταυρώσεων
Accusatif τη(ν)  σταύρωση τις  σταυρώσεις
Vocatif σταύρωση σταυρώσεις

σταύρωση (stávrosi) \ˈsta.vɾɔ.si\ féminin

  1. Crucifixion.