Aller au contenu

στάσιμος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien στάσιμος, stásimos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στάσιμος στάσιμη στάσιμο
génitif στάσιμου στάσιμης στάσιμου
accusatif στάσιμο στάσιμη στάσιμο
vocatif στάσιμε στάσιμη στάσιμο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στάσιμοι στάσιμες στάσιμα
génitif στάσιμων στάσιμων στάσιμων
accusatif στάσιμους στάσιμες στάσιμα
vocatif στάσιμοι στάσιμες στάσιμα

στάσιμος, stásimos \ˈsta.si.mɔs\

  1. Stable, immobile.
  2. Stable, constant, inchangé.
Mot dérivé de στάσις, stásis (« station, état stable, debout »), avec le suffixe -μος, -mos.

στάσιμος, stásimos *\Prononciation ?\

  1. Stable, constant.
  2. Stagnant, immobile.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]