σκηνοθεσία
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Voir σκηνοθέτης (« metteur en scène »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | σκηνοθεσία | οι | σκηνοθεσίες |
Génitif | της | σκηνοθεσίας | των | σκηνοθεσιών |
Accusatif | τη(ν) | σκηνοθεσία | τις | σκηνοθεσίες |
Vocatif | σκηνοθεσία | σκηνοθεσίες |
σκηνοθεσία, skinothesía \Prononciation ?\ féminin
- (Théâtre) Mise en scène.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκηνοθεσία)