Aller au contenu

σαββατοκύριακο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de Σάββατο et de Κυριακή.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  σαββατοκύριακο τα  σαββατοκύριακα
Génitif του  σαββατοκύριακου των  σαββατοκύριακων
Accusatif το  σαββατοκύριακο τα  σαββατοκύριακα
Vocatif σαββατοκύριακο σαββατοκύριακα

σαββατοκύριακο (savvatokíriako) \sa.va.tɔ.ˈci.ɾʝa.kɔ\ neutre

  1. Week-end.
    • Το σαββατοκύριακο θα πάμε στην εξοχή.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)