ρευστοποίηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du verbe ρευστοποιώ avec le suffixe de nom d'action -ση.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ρευστοποίηση | οι | ρευστοποιήσεις |
Génitif | της | ρευστοποίησης ρευστοποιήσεως |
των | ρευστοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ρευστοποίηση | τις | ρευστοποιήσεις |
Vocatif | ρευστοποίηση | ρευστοποιήσεις |
ρευστοποίηση (revstopíisi) \Prononciation ?\ féminin
- (Physique) Liquéfaction.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- Liquidation (d'un actif, d'un bien).