Aller au contenu

ρευστοποίηση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du verbe ρευστοποιώ avec le suffixe de nom d'action -ση.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ρευστοποίηση οι  ρευστοποιήσεις
Génitif της  ρευστοποίησης
ρευστοποιήσεως
των  ρευστοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  ρευστοποίηση τις  ρευστοποιήσεις
Vocatif ρευστοποίηση ρευστοποιήσεις

ρευστοποίηση (revstopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. (Physique) Liquéfaction.
  2. Liquidation (d'un actif, d'un bien).