πυκνώνω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien πυκνόω, puknóô.
Verbe
[modifier le wikicode]πυκνώνω, pyknono \Prononciation ?\
- Serrer, resserrer, condenser, rapprocher.
- Πύκνωσε τα γράμματα για να χωρέσει το κείμενο σε μία σελίδα.
- Resserrez les lettres pour que le texte tienne sur la page.
- Πύκνωσε τα γράμματα για να χωρέσει το κείμενο σε μία σελίδα.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πυκνώνω)