Aller au contenu

πρόστιμο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πρόστιμον.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  πρόστιμο τα  πρόστιμα
Génitif του  προστίμου των  προστίμων
Accusatif το  πρόστιμο τα  πρόστιμα
Vocatif πρόστιμο πρόστιμα

πρόστιμο (próstimo) \ˈpɾɔ.sti.mɔ\ neutre

  1. Amende.