πρωταθλητής
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | πρωταθλητής | οι | πρωταθλητές |
Génitif | του | πρωταθλητή | των | πρωταθλητών |
Accusatif | τον | πρωταθλητή | τους | πρωταθλητές |
Vocatif | πρωταθλητή | πρωταθλητές |
πρωταθλητής, protathlitís \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : πρωταθλήτρια)
- Champion.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]- πρωτάθλημα (« championnat »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πρωταθλητής)