Aller au contenu

προφυλακτικό

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De προφυλακτικός (« prophylactique »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  προφυλακτικό τα  προφυλακτικά
Génitif του  προφυλακτικού των  προφυλακτικών
Accusatif το  προφυλακτικό τα  προφυλακτικά
Vocatif προφυλακτικό προφυλακτικά

προφυλακτικό, profilaktikó \Prononciation ?\ neutre

  1. Préservatif.

Forme d’adjectif

[modifier le wikicode]

προφυλακτικό \Prononciation ?\

  1. Accusatif masculin singulier de προφυλακτικός.
  2. Nominatif neutre singulier de προφυλακτικός.
  3. Accusatif neutre singulier de προφυλακτικός.
  4. Vocatif neutre singulier de προφυλακτικός.