προστάζω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien προστάσσω, prostássô.
Verbe
[modifier le wikicode]προστάζω, prostázo \Prononciation ?\
- Commander, ordonner.
- Είναι πάντοτε παρών όπου το κοινωνικό καθήκον τον προστάζει.
Synonymes
[modifier le wikicode]Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προστάζω)