προσκαλώ
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien προσκαλέω, proskaléô.
Verbe
[modifier le wikicode]προσκαλώ, proskaló \Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Inviter.
- Mας προσκάλεσαν στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής.
Dérivés
[modifier le wikicode]- πρόσκληση (« invitation »)
- προσκλητήριο (« appel, carte d’invitation »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προσκαλώ)