Aller au contenu

προξενητής

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien προξενητής, proxenētḗs.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  προξενητής οι  προξενητές
Génitif του  προξενητή των  προξενητών
Accusatif τον  προξενητή τους  προξενητές
Vocatif προξενητή προξενητές

προξενητής (proxenitís) \pɾo.kse.niˈtis\ masculin (pour une femme, on dit : προξενήτρα)

  1. Marieur.
    • Έστειλαν την προξενήτρα στο σπίτι του κοριτσιού.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
  2. Intermédiaire, courtier.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προξενητής)
Mot dérivé de προξενέω, proxenéō (« être intermédiaire »), avec le suffixe -τής, -tḗs.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif προξενητής οἱ προξενηταί τὼ προξενητά
Vocatif προξενητά προξενηταί προξενητά
Accusatif τὸν προξενητήν τοὺς προξενητάς τὼ προξενητά
Génitif τοῦ προξενητοῦ τῶν προξενητῶν τοῖν προξενηταῖν
Datif τῷ προξενητ τοῖς προξενηταῖς τοῖν προξενηταῖν

προξενητής, proxenētḗs masculin

  1. Intermédiaire, courtier.
  2. Entremetteur.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]