Aller au contenu

πολιορκία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πολιορκία, poliorkía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  πολιορκία οι  πολιορκίες
Génitif της  πολιορκίας των  πολιορκιών
Accusatif τη(ν)  πολιορκία τις  πολιορκίες
Vocatif πολιορκία πολιορκίες

πολιορκία (poliorkía) \pɔ.li.ɔɾ.ˈci.a\ féminin

  1. (Militaire) Siège.
Le sens est « entourage de ville », de πόλις (« ville »), et du radical de ὁρκάνη, ἕρκος (« enceinte, clôture »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif πολιορκία αἱ πολιορκιαι τὼ πολιορκία
Vocatif πολιορκία πολιορκιαι πολιορκία
Accusatif τὴν πολιορκίαν τὰς πολιορκίας τὼ πολιορκία
Génitif τῆς πολιορκίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν πολιορκίαιν
Datif τῇ πολιορκί ταῖς πολιορκίαις τοῖν πολιορκίαιν

πολιορκία, poliorkía *\po.li.or.ˈki.a\ féminin

  1. (Militaire) Siège.

Références

[modifier le wikicode]