Aller au contenu

πολίτευμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πολίτευμα, políteuma.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  πολίτευμα τα  πολιτεύματα
Génitif του  πολιτεύματος των  πολιτευμάτων
Accusatif το  πολίτευμα τα  πολιτεύματα
Vocatif πολίτευμα πολιτεύματα

πολίτευμα, polítevma \pɔ.ˈli.tɛv.ma\ neutre

  1. (Politique) Régime politique, forme de gouvernement.
    • Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα.
      Le régime parlementaire.
Mot dérivé de πολιτεύω, politeúô (« gouverner »), avec le suffixe -μα, -ma.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ πολίτευμα τὰ πολίτευματα τὼ πολίτευματε
Vocatif πολίτευμα πολίτευματα πολίτευματε
Accusatif τὸ πολίτευμα τὰ πολίτευματα τὼ πολίτευματε
Génitif τοῦ πολίτευματος τῶν πολίτευμάτων τοῖν πολίτευμάτοιν
Datif τῷ πολίτευματι τοῖς πολίτευμασι(ν) τοῖν πολίτευμάτοιν

πολίτευμα, políteuma *\Prononciation ?\ neutre

  1. (Politique) Gouvernement, administration, politique menée.
    • ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]