ποινικοποίηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ποινικοποίηση | οι | ποινικοποιήσεις |
Génitif | της | ποινικοποίησης ποινικοποιήσεως |
των | ποινικοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ποινικοποίηση | τις | ποινικοποιήσεις |
Vocatif | ποινικοποίηση | ποινικοποιήσεις |
ποινικοποίηση (pinikopíisi) \pi.ni.kɔ.ˈpi.i.si\ féminin
- Action de rendre passible de poursuites pénales, de criminaliser.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)