πληκτρολόγιο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De πληκτρολογώ.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | πληκτρολόγιο | τα | πληκτρολόγια |
Génitif | του | πληκτρολογίου | των | πληκτρολογίων |
Accusatif | το | πληκτρολόγιο | τα | πληκτρολόγια |
Vocatif | πληκτρολόγιο | πληκτρολόγια |
πληκτρολόγιο, pliktrolóyio \pli.ktɾɔ.ˈlɔ.ʝi.ɔ\ neutre
- Clavier.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
[modifier le wikicode]- πλήκτρο (« plectre, touche d’un instrument »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πληκτρολόγιο)