Aller au contenu

πλανητικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πλανητικός, planêtikós avec évolution du sens sur la base de πλανήτης (« planète »).

πλανητικός, planitikós \Prononciation ?\

  1. (Astronomie) Planétaire.
    • Πλανητικό σύστημα, το σύνολο των πλανητών που κινούνται γύρο από τον Ήλιο ή από έναν αστέρα. Πλανητικό νεφέλωμα. Πλανητικές αποστάσεις / θερμοκρασίες.


Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πλανητικός)
Mot dérivé de πλανήτης, planêtês (« errant, vagabond »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

πλανητικός, planêtikós *\Prononciation ?\

  1. Migratoire, errant.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]