περιπλανώμενος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De περιπλανιέμαι (« errer »).
Adjectif
[modifier le wikicode]περιπλανώμενος, periplanómenos \Prononciation ?\
- Errant.
- Περιπλανώμενος Ιουδαίος, Juif errant.
περιπλανώμενος, periplanómenos \Prononciation ?\