περίπτωση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien περίπτωσις, períptōsis.
Nom commun
[modifier le wikicode]περίπτωση, períptosi \peˈɾiptosi\ féminin
- Cas.
- Σ' αυτήν την περίπτωση,…
- Dans ce cas,…
- εν πάση περιπτώσει,…
- en tous cas,…
- Σ' αυτήν την περίπτωση,…
- Cas, personne étrange.
- Αυτή ήταν μοναδική περίπτωση!
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]- περιπίπτω (« tomber »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (περίπτωση)