παλιάνθρωπος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]παλιάνθρωπος, paliánthropos \Prononciation ?\ masculin
- (Familier) Connard, crapule.
- Ούτε να τον δω πια δε θέλω, τον παλιάνθρωπο.
- Je ne veux pas le voir, ce connard.
- Ούτε να τον δω πια δε θέλω, τον παλιάνθρωπο.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παλιάνθρωπος)