παιδονόμος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien παιδονόμος, paidonómos.
Nom commun
[modifier le wikicode]παιδονόμος, pedonómos \pe.ðoˈno.mos\ masculin
- (Éducation) Surveillant scolaire.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παιδονόμος)
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ὁ | παιδονόμός | οἱ | παιδονόμοί | τὼ | παιδονόμώ |
Vocatif | παιδονόμέ | παιδονόμοί | παιδονόμώ | |||
Accusatif | τὸν | παιδονόμόν | τοὺς | παιδονόμούς | τὼ | παιδονόμώ |
Génitif | τοῦ | παιδονόμοῦ | τῶν | παιδονόμῶν | τοῖν | παιδονόμοῖν |
Datif | τῷ | παιδονόμῷ | τοῖς | παιδονόμοῖς | τοῖν | παιδονόμοῖν |
παιδονόμος, paidonómos *\Prononciation ?\ masculin
- Pédonome, surveillant des enfants.
- καὶ αὕτη δὴ γίγνεται ἡ θεοφιλεστάτη τε καὶ πολιτικωτάτη ἔρις, ἐν ᾗ ἀποδέδεικται μὲν ἃ δεῖ ποιεῖν τὸν ἀγαθόν, χωρὶς δ' ἑκάτεροι ἀσκοῦσιν ὅπως ἀεὶ κράτιστοι ἔσονται, ἐὰν δέ τι δέῃ, καθ' ἕνα ἀρήξουσι τῇ πόλει παντὶ σθένει [ἄν]. ἀνάγκη δ' αὐτοῖς καὶ εὐεξίας ἐπιμελεῖσθαι. καὶ γὰρ πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἂν συμβάλωσι: διαλύειν μέντοι τοὺς μαχομένους πᾶς ὁ παραγενόμενος κύριος. ἢν δέ τις ἀπειθῇ τῷ διαλύοντι, ἄγει αὐτὸν ὁ παιδονόμος ἐπὶ τοὺς ἐφόρους: οἱ δὲ ζημιοῦσι μεγαλείως, καθιστάναι βουλόμενοι εἰς τὸ μήποτε ὀργὴν τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι. — (Xénophon, Gouvernement des Lacédémoniens)
- Cette lutte est, entre toutes, la plus agréable aux dieux, la plus utile à l’État, puisqu’on y montre comment doit agir l’homme de cœur, que chacun en particulier s’applique à se placer au-dessus des autres, et qu’au besoin tous, sans exception, sont prêts à secourir la patrie de toute leur âme. Par là aussi ils entretiennent nécessairement leur vigueur. Leur rivalité fait qu’ils se battent partout où ils se rencontrent. Cependant tout homme qui passe a le droit de séparer les combattants ; et celui qui désobéit au survenant, est conduit aux éphores par le pédonome. Ceux-ci le condamnent à une forte amende, pour lui apprendre à ne pas se laisser dominer par la colère, au point de désobéir aux lois. — (traduction)
- καὶ αὕτη δὴ γίγνεται ἡ θεοφιλεστάτη τε καὶ πολιτικωτάτη ἔρις, ἐν ᾗ ἀποδέδεικται μὲν ἃ δεῖ ποιεῖν τὸν ἀγαθόν, χωρὶς δ' ἑκάτεροι ἀσκοῦσιν ὅπως ἀεὶ κράτιστοι ἔσονται, ἐὰν δέ τι δέῃ, καθ' ἕνα ἀρήξουσι τῇ πόλει παντὶ σθένει [ἄν]. ἀνάγκη δ' αὐτοῖς καὶ εὐεξίας ἐπιμελεῖσθαι. καὶ γὰρ πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἂν συμβάλωσι: διαλύειν μέντοι τοὺς μαχομένους πᾶς ὁ παραγενόμενος κύριος. ἢν δέ τις ἀπειθῇ τῷ διαλύοντι, ἄγει αὐτὸν ὁ παιδονόμος ἐπὶ τοὺς ἐφόρους: οἱ δὲ ζημιοῦσι μεγαλείως, καθιστάναι βουλόμενοι εἰς τὸ μήποτε ὀργὴν τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι. — (Xénophon, Gouvernement des Lacédémoniens)
Dérivés
[modifier le wikicode]- ἀντιπαιδονόμος, antipaidonómos
- παιδονομία (« surveillance des enfants »)
- παιδονομέω
- παιδονομικός
Dérivés dans d’autres langues
[modifier le wikicode]- Grec : παιδονόμος
- Français : pédonome
Références
[modifier le wikicode]- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- « παιδονόμος », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage