Aller au contenu

ουρανός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien οὐρανός, ouranós.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ουρανός οι  ουρανοί
Génitif του  ουρανού των  ουρανών
Accusatif τον  ουρανό τους  ουρανούς
Vocatif ουρανέ ουρανοί
ο ουρανός πάνω από τα σύννεφα
ο ήλιος δύει εκεί που ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα

ουρανός (uranós) \u.ɾa.ˈnɔs\ masculin

  1. Ciel.
    • νεφοσκεπής / καθαρός / σκοτεινός / έναστρος ουρανός
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
    • Ο ουρανός είναι κλειστός.
      Le ciel est sombre.
    • καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται : personne dont l’honnêteté et la franchise ne craignent pas la critique d’autrui.
    • μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι :
    • στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα :