Aller au contenu

ουράνιο τόξο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de ουράνιο (« céleste ») et de τόξο (« arc »).

Locution nominale

[modifier le wikicode]
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ουράνιο τόξο τα  ουράνια τόξα
Génitif του  ουράνιου τόξου των  ουράνιων τόξων
Accusatif το  ουράνιο τόξο τα  ουράνια τόξα
Vocatif ουράνιο τόξο ουράνια τόξα

ουράνιο τόξο (uránio tóxo) \u.ˈɾa.ni.ɔ ˈtɔ.ksɔ\ neutre

  1. (Météorologie) Arc-en-ciel.