Aller au contenu

ορθογραφία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : ὀρθογραφία
Du grec ancien ὀρθογραφία, orthographía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ορθογραφία οι  ορθογραφίες
Génitif της  ορθογραφίας των  ορθογραφιών
Accusatif τη(ν)  ορθογραφία τις  ορθογραφίες
Vocatif ορθογραφία ορθογραφίες

ορθογραφία (orthografía) \ɔɾ.θɔ.ɣɾa.ˈfi.a\ féminin

  1. Orthographe.
  2. (Enseignement) Dictée.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ορθογραφία)